λευκόκαυλος

λευκόκαυλος
λευκόκαυλος, -ον (Α)
αυτός που έχει λευκό βλαστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)-* + καυλός «βλαστός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λευκοκαυλότερον — λευκόκαυλος white stalked adverbial comp λευκόκαυλος white stalked masc acc comp sg λευκόκαυλος white stalked neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκόκαυλα — λευκόκαυλος white stalked neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρθαμος — Μονοετής πόα της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική του ονομασία είναι κ. ο βαφικός. Ο κ. είναι ιθαγενής της μεσογειακής Ασίας, ενώ στην Ελλάδα είναι ημιαυτοφυής. Ο βλαστός του είναι όρθιος ύψους 0,60 1,50 μ., από τον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία …   Dictionary of Greek

  • λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”